κηκασμός
From LSJ
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
English (LSJ)
ὁ, abuse, insult, Lyc.545 (pl.), 692.
German (Pape)
[Seite 1430] ὁ, Schmähung, Schimpf, VLL.; Lycophr. 545. 692.
Greek Monolingual
κηκασμός, ὁ (Α) κηκάζω
ύβρη, κακολογία, ονειδισμός, λοιδορία, χλευασμός.