κηλοποιός

From LSJ

σοὶ μὲν παιδιὰν τοῦτ' εἶναι, ἐμοὶ δὲ θάνατον → This is sport to you but death to me (Aristotle, Eudemian Ethics 1243a20)

Source

Greek Monolingual

κηλοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί κήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήλη + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. θεοποιός, νικοποιός.