κηραχάτης
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
[χᾱ], ου, ὁ, wax-agate, Plin.HN37.139.
German (Pape)
[Seite 1433] ὁ, wachsgelber Achat, Plin. H. N. 37, 10, 54.
Greek (Liddell-Scott)
κηρᾰχάτης: χᾱ, ου, ὁ, εἶδος ἀχάτου ἔχοντος κήρινον χρῶμα, Πλίν. 37. 54.
Greek Monolingual
κηραχάτης, ὁ (Α)
είδος αχάτη λίθου με κέρινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + ἀχάτης.