κητοθηρείον
From LSJ
Ἡ γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon
κητοθηρεῖον και κητοθήριον, το (Α)
αποθήκη σκευών χρήσιμων στην αλιεία μεγάλων ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -θηρεῖον (< θηρεύω)].