Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κικινέλαιο

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427

Greek Monolingual

το
το καθαρτικό λάδι που παρασκευάζεται από τους καρπούς του φυτού κίκι, το ρετσινόλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίκινος + έλαιο].