κιλτ

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

το
πτυχωτή καρό φούστα, μέχρι το γόνατο μακριά, χαρακτηριστική τοπικής ενδυμασίας τών Σκωτσέζων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. kilt].