κιούρτος

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520

Greek Monolingual

ο
καλάθι στο οποίο μπαίνει το δόλωμα για το ψάρεμα, κύρτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος «καλάθι», με προφορά του -υ ως -ου (πρβλ. σύξυλη: σούξουλη, φρύγανα: φρούγανα)].