κιούρτος

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source

Greek Monolingual

ο
καλάθι στο οποίο μπαίνει το δόλωμα για το ψάρεμα, κύρτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος «καλάθι», με προφορά του -υ ως -ου (πρβλ. σύξυλη: σούξουλη, φρύγανα: φρούγανα)].