κιούρτος

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

ο
καλάθι στο οποίο μπαίνει το δόλωμα για το ψάρεμα, κύρτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος «καλάθι», με προφορά του -υ ως -ου (πρβλ. σύξυλη: σούξουλη, φρύγανα: φρούγανα)].