κιτροπαραγωγός

Greek Monolingual


1. (για τόπο) αυτός που παράγει άφθονα κίτρα ή αυτός που προσφέρεται για καλλιέργεια κίτρων
2. το αρσ. ως ουσ. ο κιτροπαραγωγός
ο καλλιεργητής του δέντρου κιτριά.