κλαδοειδής

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαδοειδής Medium diacritics: κλαδοειδής Low diacritics: κλαδοειδής Capitals: ΚΛΑΔΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kladoeidḗs Transliteration B: kladoeidēs Transliteration C: kladoeidis Beta Code: kladoeidh/s

English (LSJ)

ramosus, Glossaria.

Greek Monolingual

κλαδοειδής, -ες (Α)
αυτός που έχει πολλά κλαδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλάδος (Ι) + -ειδής (< είδος)].