κλαδώνω

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

κλαδί
1. (για φυτά) αποκτώ κλαδιά
2. (για μεταξοσκώληκα) ανεβαίνω στα κλαδιά για να κατασκευάσω το κουκούλι
3. (σηροτρ.) τοποθετώ κάθετα κλαδιά, ιδίως από δρυ, στις κλίνες τών μεταξοσκωλήκων, ώστε αυτοί να ανεβούν επάνω τους και να σχηματίσουν το κουκούλι.