κλαδώνω

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

Greek Monolingual

κλαδί
1. (για φυτά) αποκτώ κλαδιά
2. (για μεταξοσκώληκα) ανεβαίνω στα κλαδιά για να κατασκευάσω το κουκούλι
3. (σηροτρ.) τοποθετώ κάθετα κλαδιά, ιδίως από δρυ, στις κλίνες τών μεταξοσκωλήκων, ώστε αυτοί να ανεβούν επάνω τους και να σχηματίσουν το κουκούλι.