κλειδοσάλπιγγα

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source

Greek Monolingual

η
μουσ. κλειδοκέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείδα + σάλπιγγα. Η λ., στον λόγιο τ. κλειδοσάπιγξ, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].