κλεφτρόνι
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch
Greek Monolingual
το
κλέφτης που κλέβει μικρής αξίας πράγματα, μικροκλέφτης, κλεφταράκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεφτρ- (πρβλ. κλέφτρα) + κατάλ. -όνι (< ιταλ. -one), πρβλ. καδρόνι, κασόνι].