κλεψίθυρος

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source

Greek (Liddell-Scott)

κλεψίθυρος: ὁ, ὁ κρυφίως εἰσερχόμενος, Στεφ. Ἁλ. Cod. Reg. 2325 fol. 69 α.

Greek Monolingual

κλεψίθυρος, ὁ (Μ)
αυτός που εισέρχεται κάπου κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -θυρος (< θύρα), πρβλ. αμφί-θυρος, κρουσί-θυρος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].