κλινοσκέπασμα

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225

Greek Monolingual

το
μάλλινο ή βαμβακερό σκέπασμα με το οποίο σκεπάζεται κάποιος στο κρεβάτι, κουβέρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Ευστάθιο Σίμο].