κλωθογύρισμα

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407

Greek Monolingual

το κλωθογυρίζώ
1. στριφογύρισμα
2. συστροφή τών νερών ενός ποταμού
3. υπεκφυγή, προσπάθεια αποφυγής
4. περιτριγύρισμα άνδρα ή γυναίκας με ερωτικούς σκοπούς.