κλωθογύρισμα

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source

Greek Monolingual

το κλωθογυρίζώ
1. στριφογύρισμα
2. συστροφή τών νερών ενός ποταμού
3. υπεκφυγή, προσπάθεια αποφυγής
4. περιτριγύρισμα άνδρα ή γυναίκας με ερωτικούς σκοπούς.