κλωνίσκος

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλωνίσκος Medium diacritics: κλωνίσκος Low diacritics: κλωνίσκος Capitals: ΚΛΩΝΙΣΚΟΣ
Transliteration A: klōnískos Transliteration B: klōniskos Transliteration C: kloniskos Beta Code: klwni/skos

English (LSJ)

v. sub κλών.

Greek Monolingual

ο (Α κλωνίσκος)
μικρός κλώνος ή τρυφερό κλαδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλών + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. δικηγορ-ίσκος, υπαλληλίσκος)].