κλώναξ

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

κλῶναξ, ὁ (AM)
μικρός κλώνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλών + κατάλ. -αξ (πρβλ. θύνναξ, σκύλαξ)].