κνίκος

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνίκος Medium diacritics: κνίκος Low diacritics: κνίκος Capitals: ΚΝΙΚΟΣ
Transliteration A: kníkos Transliteration B: knikos Transliteration C: knikos Beta Code: kni/kos

English (LSJ)

v. κνῆκος.

Greek Monolingual

ο
κνίκος και κνῖκος, η)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει μόνον το είδος Cnicus benedictus, κν. αγιαγκάθι ή καλάγκαθο ή καρδοσάντο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κνῆκος].