Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κνίκος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνίκος Medium diacritics: κνίκος Low diacritics: κνίκος Capitals: ΚΝΙΚΟΣ
Transliteration A: kníkos Transliteration B: knikos Transliteration C: knikos Beta Code: kni/kos

English (LSJ)

v. κνῆκος.

Greek Monolingual

ο
κνίκος και κνῖκος, η)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει μόνον το είδος Cnicus benedictus, κν. αγιαγκάθι ή καλάγκαθο ή καρδοσάντο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του κνῆκος].