κοιλόπους
From LSJ
Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh
Greek Monolingual
–ουν
αυτός που έχει κοιλοποδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -πους (< πούς), πρβλ. μεγαλόπους, ωκύπους].