κοινοβλαβής

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

German (Pape)

[Seite 1468] ές, gemeinsam schadend, Gegensatz von κοινωφελής, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κοινοβλᾰβής: -ές, βλάπτων τὸ κοινόν, Νικήτ. Χρον. 310D.

Greek Monolingual

κοινοβλαβής, -ές (Μ)
αυτός που βλάπτει το κοινό, την κοινωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -βλαβής (< βλάβος), πρβλ. θεοβλαβής, φρενοβλαβής].