Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
και κοινόκυτο, το
βιολ. πολυπύρηνη μάζα κυτταροπλάσματος που προέρχεται από επανειλημμένη πυρηνική διαίρεση η οποία δεν συνοδεύεται από κυτταρική αυλάκωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coenocyte < coeno- (πρβλ. κοινός) + -cyte (πρβλ. κύτος), που αποδίδεται ως κύτταρο].