κοινοκύτταρο

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source

Greek Monolingual

και κοινόκυτο, το
βιολ. πολυπύρηνη μάζα κυτταροπλάσματος που προέρχεται από επανειλημμένη πυρηνική διαίρεση η οποία δεν συνοδεύεται από κυτταρική αυλάκωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coenocyte < coeno- (πρβλ. κοινός) + -cyte (πρβλ. κύτος), που αποδίδεται ως κύτταρο].