κοινοκύτταρο

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source

Greek Monolingual

και κοινόκυτο, το
βιολ. πολυπύρηνη μάζα κυτταροπλάσματος που προέρχεται από επανειλημμένη πυρηνική διαίρεση η οποία δεν συνοδεύεται από κυτταρική αυλάκωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coenocyte < coeno- (πρβλ. κοινός) + -cyte (πρβλ. κύτος), που αποδίδεται ως κύτταρο].