κοινομετρώ

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source

Greek Monolingual

κοινομετρῶ, -έω (Α)
πάπ. (για ιδιοκτήτη και μισθωτή) μετρώ από κοινού την παραγωγή σιταριού ή άλλων δημητριακών, για να γίνει η κατανομή του ποσοστού που ανήκει στον καθένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -μετρῶ (< -μετρος < μέτρον), πρβλ. διαμετρώ, οινομετρώ].