κοινοποίησις
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
German (Pape)
[Seite 1468] ἡ, Mittheilung, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
κοινοποίησις: -εως, ἡ, τὸ ποιεῖν τι κοινόν, εἰς κοινοποίησιν βαλλαντίου Εὐστ. Πονημάτ. 222. 6.