κοινοπραγώ

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496

Greek Monolingual

και κοινοπρακτώ (AM κοινοπραγῶ, -έω)
κάνω κάτι μαζί με κάποιον άλλο, συμπράττω («τους τε Λακεδαιμονίους ἐπιβεβλῆσθαι κοινοπραγεῖν τοῖς Αίτωλοῖς», Πολ.)
αρχ.
συμμετέχω σε κάτι («κοινοπραγεῖν αδικημάτων», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πραγῶ (< -πραγής < θ. πραγ- του πράσσω, πρβλ. παθ. αόρ. β' -πράγ-ην), πρβλ. βιαιοπραγώ, καλοπραγώ].