κοινοτάρχης

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

Greek Monolingual

ο
ο πρόεδρος της κοινότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινότης + -άρχης (< ἄρ-χω), πρβλ. γενάρχης, πατριάρχης].