κοινοτάρχης
From LSJ
Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)
Greek Monolingual
ο
ο πρόεδρος της κοινότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινότης + -άρχης (< ἄρ-χω), πρβλ. γενάρχης, πατριάρχης].