κοκκινωπός

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που το χρώμα του κλίνει προς το κόκκινο, υπέρυθρος, ερυθρωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + -ωπός (< ὤψ, ὠπός «όψη»)].