Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κολάπτης

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος δρυοκολαπτόμορφων πτηνών της οικογένειας picidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colapte < κολάπτω «χτυπώ, σκαλίζω»].