κολάστρα

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source

Greek Monolingual

και κολιάστρα, η, και κόλαστρο, το
το πρώτο και γεμάτο λιπαρές ουσίες γάλα θηλαστικού μετά τον τοκετό, το πρωτόγαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρωμουν. colastră < λατ. colostrum].