κολαφιστικῶς

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source

German (Pape)

[Seite 1472] ἅπτεσθαί τινος, Iem. eine Ohrfeige geben, K. 8.

Greek (Liddell-Scott)

κολᾰφιστικῶς: Ἐπίρρ. ὡς διὰ κολαφίσματος, ῥαπίσματος, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κολαφιστικῶς (Μ)
επίρρ. με κόλαφο, με ράπισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολαφιστικός < κολαφίζω.