κολεοφόρος

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414

Greek Monolingual

κολεοφόρος, ὁ (Α)
1. αυτός που κρατά κολεό
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.). οἱ Κολεοφόροι
τίτλος κωμωδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολεός «θήκη ξίφους» + -φόρος (< φέρω)].