κομμιώδης

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομμιώδης Medium diacritics: κομμιώδης Low diacritics: κομμιώδης Capitals: ΚΟΜΜΙΩΔΗΣ
Transliteration A: kommiṓdēs Transliteration B: kommiōdēs Transliteration C: kommiodis Beta Code: kommiw/dhs

English (LSJ)

κομμιῶδες, = κομμιδώδης, Arist.HA628b27.

German (Pape)

[Seite 1478] ες, = κομμιδώδης, Arist. H. A. 9, 41.

Russian (Dvoretsky)

κομμῐώδης: камедеобразный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κομμιώδης: -ες, = κομμιδώδης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 16.

Greek Monolingual

και κομμεώδης -ες (Α κομμιώδης, -ώδες)
1. αυτός που περιέχει κόμμι
2. αυτός που μοιάζει με κόμμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι + κατάλ. -ώδης (πρβλ. κολλώδης, πηλώδης)].