κοντόπαχος

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
παχύς και συγχρόνως κοντός στο ανάστημα, κοντόχοντρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ό)- + -παχος < παχύς), πρβλ. άπαχος, τετράπαχος].