κοπροστάσι

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

το
τόπος όπου συσσωρεύεται κοπριά, κοπρώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -στάσι (< -στά-σιον < ασθενές θ. στᾰ- του ἵστημι, πρβλ. -στᾰ-μεν, στᾰ-τός + κατάλ. -σιον), πρβλ. εικονοστάσι, λιοστάσι].