εικονοστάσι

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

εικονοστάσιο και εικονοστάσι, το (AM εἰκονοστάσιον)
1. το μέρος του σπιτιού όπου τοποθετούνται οι άγιες εικόνες
2. το διάφραγμα, το χώρισμα μεταξύ του κυρίως ναού και του Αγίου Βήματος, στολισμένο με τον καθιερωμένο τύπο εικόνων
νεοελλ.
μικρό κτίσμα στο ύπαιθρο όπου τοποθετείται εικόνα ή εικόνες
αρχ.
ο χώρος στον οποίο τοποθετούνται τα λατρευτικά αγάλματα.