κοπρόλιθος
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
Greek Monolingual
ο
1. ιατρ. σύγκριμα κοπρανώδους υλικού που έχει σκληρυνθεί υπερβολικά και ανευρίσκεται στο εσωτερικό του εντέρου ή στα κόπρανα
2. (γεωλ.-παλαιοντ.) απολιθωμένο περίττωμα ζώων προϊστορικών γεωλογικών περιόδων που βρίσκεται μέσα σε πετρώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprolith < copro- (πρβλ. κόπρος [Ι]) + -lith (πρβλ. λίθος)].