κοπώ
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
κοπῶ, -όω (ΑM) κόπος
κουράζω, ταλαιπωρώ, καταπονώ («εἴ τις κοπώσειε βαρυτέραις γυμνασίαις», Δίων Χρυσ.)
μσν.
ενεργώ, προσπαθώ.