κορεστικός
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
κορεστικός: -ή, -όν, «χορταστικός». ― Ἐπίρρ. κορεστικῶς, μέχρι κόρου, «χορταστικά», Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 1049
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κορεστικός, -ή, -όν) κορέννυμι
αυτός που μπορεί να προκαλέσει κορεσμό, χορταστικός.
επίρρ...
κορεστικώς (Α κορεστικῶς)
χορταστικά, άφθονα.
German (Pape)
sättigend, • Adv., κορεστικῶς, überflüssig, reichlich, Schol. Arat. 1049.