Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κορεστικός

From LSJ
Menander, Sententiae, 456

Greek (Liddell-Scott)

κορεστικός: -ή, -όν, «χορταστικός». ― Ἐπίρρ. κορεστικῶς, μέχρι κόρου, «χορταστικά», Σχόλ. εἰς Ἄρατ. 1049

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κορεστικός, -ή, -όν) κορέννυμι
αυτός που μπορεί να προκαλέσει κορεσμό, χορταστικός.
επίρρ...
κορεστικώςκορεστικῶς)
χορταστικά, άφθονα.

German (Pape)

sättigend, • Adv., κορεστικῶς, überflüssig, reichlich, Schol. Arat. 1049.