κορνίζα

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source

Greek Monolingual

η
1. πλαίσιο πινάκων, φωτογραφιών, διπλωμάτων κ.λπ., κατασκευασμένο από ξύλο, γύψο ή σίδερο, το κάδρο
2. το περίζωμα οικοδομημάτων ή επίπλων που εξέχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cornise].