κορυθάλη

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source

Greek Monolingual

κορυθάλη και κορυθαλλία και κορυθαλία και κορυθάλεια, ἡ (Α)
1. κλάδος ή στεφάνι ελιάς ή δάφνης, το οποίο διακοσμούσαν με ταινίες και το κρεμούσαν πάνω από τις πόρτες ως σύμβολο της ευφορίας, της γονιμότητας και της ζωής σε διάφορες γιορτές, αλλ. ειρεσιώνη
2. ως κύριο όν. ἡ Κορυθαλλία
προσωνυμία της Αρτέμιδος στη Σπάρτη, ως προστάτιδας της γονιμότητας και τών νηπίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος με παρέκταση -αλ- (πρβλ. κορυδ-αλ-ός].