κορυθάλη
From LSJ
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
Greek Monolingual
κορυθάλη και κορυθαλλία και κορυθαλία και κορυθάλεια, ἡ (Α)
1. κλάδος ή στεφάνι ελιάς ή δάφνης, το οποίο διακοσμούσαν με ταινίες και το κρεμούσαν πάνω από τις πόρτες ως σύμβολο της ευφορίας, της γονιμότητας και της ζωής σε διάφορες γιορτές, αλλ. ειρεσιώνη
2. ως κύριο όν. ἡ Κορυθαλλία
προσωνυμία της Αρτέμιδος στη Σπάρτη, ως προστάτιδας της γονιμότητας και τών νηπίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, -υθ-ος με παρέκταση -αλ- (πρβλ. κορυδ-αλ-ός].