κορυμβίας

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυμβίας Medium diacritics: κορυμβίας Low diacritics: κορυμβίας Capitals: ΚΟΡΥΜΒΙΑΣ
Transliteration A: korymbías Transliteration B: korymbias Transliteration C: korymvias Beta Code: korumbi/as

English (LSJ)

ον, ὁ, white-berried ivy, Hedera helix, Thphr. HP 3.18.6.

Greek Monolingual

κορυμβίας, -ου, ὁ (Α) κόρυμβος
είδος κισσού που ονομάστηκε έτσι από τα βοτρυοειδή άνθη του και τον καρπό του.

German (Pape)

ὁ, Traubenbüschel (κόρυμβοι) tragend, Epheu, Theophr.