κορυφιστήρ

From LSJ

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῠφιστήρ Medium diacritics: κορυφιστήρ Low diacritics: κορυφιστήρ Capitals: ΚΟΡΥΦΙΣΤΗΡ
Transliteration A: koryphistḗr Transliteration B: koryphistēr Transliteration C: koryfistir Beta Code: korufisth/r

English (LSJ)

κορυφιστῆρος, ὁ,
A = κορυφαῖον 1, Poll.5.31.
2 = κορυφαία 1, Hsch. s.v. κεκρυφάλους (-αστῆρας cod.).

Greek (Liddell-Scott)

κορῠφιστήρ: ῆρος, ὁ, = τὸ στενὸν τῆς ἄρκυος, τὸ κορυφαῖον, Πολυδ. Ε΄, 31.

Greek Monolingual

κορυφιστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. το ανώτατο άκρο κυνηγετικού διχτιού, το κορυφαίον
2. το άνω μέρος του χαλινού, η κεφαλαριά, η κορυφαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή, μέσω ενός αμάρτυρου κορυφίζω].

German (Pape)

ῆρος, ὁ, am Pferdezaum, = κορυφαία, Hesych. Nach Poll. 5.31 = κορυφαῖον.