κορόιδο
From LSJ
Greek Monolingual
το
1. αυτός που γίνεται αντικείμενο χλευασμού, ανόητος, χαζός
2. αυτός που εξαπατάται εύκολα
3. είδος παιχνιδιού με μπάλα
4. φρ. «μ' έπιασε κορόιδο» — με εκμεταλλεύθηκε
5. παροιμ. «ο λύκος άμα γεράσει γίνεται κορόιδο τών σκυλιών» — ο ισχυρός, όταν ξεπέσει, γίνεται αντικείμενο χλευασμού και τών πιο ανάξιων ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρό-γιδο «κουρεμένο γίδι»].