κοσμίως
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (Woodhouse)
(see also: κόσμιος) decently, respectfully, in an orderly way
French (Bailly abrégé)
adv.
avec ordre ; avec mesure ou décence;
Cp. κοσμιώτερον.
Étymologie: κόσμιος.
Russian (Dvoretsky)
κοσμίως: скромно, благопристойно, (добро)порядочно (ζῆν Isocr.; βιοῦν Lys.; πάντα πράττειν Plat.): κ. ἔχειν Plat. жить скромно; κοσμιώτατα συμφορὰς φέρειν Lys. терпеливо сносить испытания.
Chinese
原文音譯:kÒsmioj 可士米哦士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:系統 似的
字義溯源:有秩序的,體面的,莊重的,端正,正派,有聲望的,有品德的,端正,正派;源自(κόσμος)*=世界)
出現次數:總共(2);提前(2)
譯字彙編:
1) 端正(1) 提前3:2;
2) 端正的(1) 提前2:9