decently
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
adverb
Ar. and P. κοσμίως, εὐσχημόνως (Xen.), V. εὐσχήμως.
befittingly: P. and V. εὐπρεπῶς, πρεπόντως, P. προσηκόντως.
Ar. and P. κοσμίως, εὐσχημόνως (Xen.), V. εὐσχήμως.
befittingly: P. and V. εὐπρεπῶς, πρεπόντως, P. προσηκόντως.